- στομίας
- στομίᾱς , στομίαςhard-mouthed horsemasc acc plστομίᾱς , στομίαςhard-mouthed horsemasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στομίας — ο, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος βαθυπελαγικών τελεόστεων σολομονόμορφων ψαριών τής οικογένειας στομιατίδες, που απαντούν στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό και από τα οποία στις ελληνικές θάλασσες απαντά το είδος Stomias boa αρχ. (για ίππο)… … Dictionary of Greek
στομίαι — στομίας hard mouthed horse masc nom/voc pl στομίᾱͅ , στομίας hard mouthed horse masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
στομίου — στόμιον mouth neut gen sg στομίας hard mouthed horse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)